- ζούρα
- η(λ. ιταλ.)1. κατακάθι του λαδιού ή του βουτύρου.2. μτφ., ό,τι δεν είναι γνήσιο, καθαρό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζούρα — (I) η 1. (για λιπαρά υγρά) κατακάθι, υποστάθμη, ίζημα 2. καχεξία, μαρασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura. Κατ άλλη άποψη υποχωρητικό παρ. < ζουριάζω*]. (II) ζούρα και οὐζούρα, ἡ (Μ) 1. τοκογλυφία, εκμετάλλευση 2. τόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura] … Dictionary of Greek
ζουριάζω — 1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, η, ο μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός 3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι… … Dictionary of Greek
ζάρα — και ζαρωματιά, η 1. αναδίπλωση υφάσματος, τσαλάκωμα, πτυχή, σούφρα («το ύφασμα κάνει ζάρες») 2. ρυτίδα τού δέρματος 3. μτφ. κάθε πτύχωση οποιασδήποτε επιφάνειας («οι ζάρες τού πελάγου») 4. πήλινο αγγείο 5. κατακάθι, ζούρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαρώνω,… … Dictionary of Greek
ζουράρης — ζουράρης, ὁ (Μ) [ζούρα II] τοκογλύφος, εκμεταλλευτής … Dictionary of Greek
ζουρεύω — (Μ) [ζούρα II] τοκίζω, τοκογλυφώ … Dictionary of Greek
ζουρώνω — (Μ) [ζούρα Ι] λερώνω, μολύνω … Dictionary of Greek